πίτα

πίτα
και παλ. γρφ. πίττα και πήττα, η, Ν
1. είδος ψωμιού με πλατύ και χαμηλό σχήμα που παρασκευάζεται συνήθως άζυμο με ποικίλους τρόπους και σε διάφορες περιστάσεις και ονομάζεται, αντίστοιχα, φανουρόπιτα, βασιλόπιτα, βουδόπιτα, περπατόπιτα κ.λπ.
2. ονομασία φαγητών και γλυκισμάτων που παρασκευάζονται από λεπτά φύλλα ζύμης με ενδιάμεσα στρώματα άλλων υλικών από τα οποία και παίρνουν τις διάφορες ονομασίες τους, όπως λ.χ. τυρόπιτα, σπανακόπιτα, κοτόπιτα, κολοκυθόπιτα κ.λπ.
3. η κηρήθρα
4. φρ. α) «έγινε πίτα»
i) ισοπεδώθηκε καταπλακώθηκε
ii) μτφ. (για πρόσ.) έχασε τις αισθήσεις του από το μεθύσι ή από τα ναρκωτικά
β) «τόν έκανα πίτα» — τόν κατανίκησα, τόν διέλυσα
5. παροιμ. α) «από πίτα που δεν τρως τί σε μέλλει κι αν καεί» — λέγεται για ὁσους αναμιγνύονται σε ξένες υποθέσεις
β) «και την πίτα ολόκληρη [ή σωστή] και τον σκύλο χορτάτο» — λέγεται για όσους επιδιώκουν να ωφεληθούν χωρίς να θυσιάσουν το παραμικρό
γ) «πέσε πίτα να σέ φάω» — λέγεται για εκείνους που τά θέλουν όλα έτοιμα, που τά περιμένουν από άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pitta < λατ. picta < αρχ. ελλ. πηκτή «είδος βραστού φαγητού με πηγμένο ζωμό». Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από αρχ. ελλ. πίττα «πίσσα» και έχει τη σημ. «άρτος που απλώνεται όπως η χυτή πίσσα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πίτα — η 1. άζυμο ψωμί, αλλιώς λαγάνα. 2. είδος ζυμαρικού από φύλλα ζύμης κι άλλα υλικά (τυρί, κρέας, σπανάκι κτλ.), τυρόπιτα, κρεατόπιτα, σπανακόπιτα κ.ά.: Από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί; (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηρήθρα — Πίτα από κερί, την οποία κατασκευάζουν οι μέλισσες για την αποθήκευση του μελιού. Επικρέμεται στην οροφή της κυψέλης και αποτελείται από πλήθος μικρά εξάγωνα κελιά, μέσα στα οποία οι μέλισσες τοποθετούν το μέλι. Πολλές φορές, οι μελισσοκόμοι… …   Dictionary of Greek

  • πιτοπούλι — και παλ. γρφ. πιττοπούλι, το, και πιτοπούλα και παλ. γρφ. πιττοπούλα, η, Ν 1. μικρή πίτα 2. άζυμος άρτος πρόχειρα παρασκευασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιτοπούλι αντί για τ. πιτόπουλο (< πίτα + υποκορ. κατάλ. πουλο*) κατά τα ουδ. σε ι. Ο τ. πιτοπούλα …   Dictionary of Greek

  • αλοιφόπιτα — η 1. πίτα που παρασκευάζεται στο τηγάνι, με λίπος ή λάδι 2. μτφ. αυτός που δεν ανήκει αποκλειστικά σε μια πολιτική παράταξη, κόλακας, καιροσκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλοιφή + πίτα] …   Dictionary of Greek

  • βασιλόπιτα — Έτσι ονομάζεται η πίτα του Αγίου Βασιλείου που την παρασκευάζουν, σύμφωνα με το έθιμο, στο πλαίσιο του εορτασμού του νέου έτους. Συνήθως, στη β. κρύβουν ένα νόμισμα που συμβολίζει την τύχη που θα έχει τον νέο χρόνο εκείνος που θα το βρει στη δική …   Dictionary of Greek

  • κολοκυθόπιτα — η πίτα με κύριο συστατικό στη γέμιση πολτό από πράσινα κολοκύθια ή γλυκιά κόκκινη κολοκύθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα / κολοκύθι + πίτα] …   Dictionary of Greek

  • κοπτοπλακούς — κοπτοπλακοῡς, οῡντος, ὁ (Α) πίτα από κοπανισμένο σησάμι, παστέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοπτός + πλακοῦς «πίτα»] …   Dictionary of Greek

  • κρεατόπιτα — η πίτα με μικρά κομμάτια κρέατος, ρύζι και μυρωδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + πίτα] …   Dictionary of Greek

  • λεμονόπιτα — η πίτα με χυμό και αρωματική φλούδα λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμόνι + πίτα. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lemon pie] …   Dictionary of Greek

  • μαγίς — μαγίς, ίδος, ἡ (Α) 1. πλακούντας, πίτα, ιδίως μικρή πίτα που περιείχε τυρί και προσφερόταν στην Εκάτη και στον Τροφώνιο («ἀπὸ τοῡ μάττειν, ἀφ οὗ καὶ ἡ μᾱζα αὐτὴ ὠνομάσθη καὶ ἡ παρὰ Κυπρίοις καλουμένη μαγίς», Αθήν.) 2. άρτος ή γλύκισμα από αλεύρι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”